ρουμάνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ρουμάνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρουμάνος οι ρουμάνοι
      γενική του ρουμάνου των ρουμάνων
    αιτιατική τον ρουμάνο τους ρουμάνους
     κλητική ρουμάνε ρουμάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρουμάνος αρσενικό (θηλυκό ρουμάνα)

  1. (σε επιθετική λειτουργία) ο Ρουμάνος
    ⮡  Πόσοι Ρουμάνοι επισκέπτονται την Ελλάδα; Οι ρουμάνοι τουρίστες είναι αρκετοί.
  2. (αργκό) το αφεντικό
    ※  - Είσαι να βγούμε για κανένα καφέ το Σάββατο;- Άσε ρε φίλε, ο ρουμάνος μου έδωσε πάλι αγγαρεία και θα είμαι όλο το Σαββατοκύριακο στο γραφείο!
    Slang.gr - ρουμάνος [1], πρόσβαση:2023.11.24

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]