ρουμάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρουμάνος | οι | ρουμάνοι |
γενική | του | ρουμάνου | των | ρουμάνων |
αιτιατική | τον | ρουμάνο | τους | ρουμάνους |
κλητική | ρουμάνε | ρουμάνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρουμάνος αρσενικό (θηλυκό ρουμάνα)
- (σε επιθετική λειτουργία) ο Ρουμάνος
- ⮡ Πόσοι Ρουμάνοι επισκέπτονται την Ελλάδα; Οι ρουμάνοι τουρίστες είναι αρκετοί.
- (αργκό) το αφεντικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ρουμάνικος
- → και δείτε τη λέξη Ρουμανία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρουμάνος
|