capo
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| capo | capi |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]capo (it) αρσενικό
- το κεφάλι
- (μεταφορικά) ο προϊστάμενος
- (γεωγραφία) το ακρωτήριο
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| capo | capi |
capo (it) αρσενικό