Μετάβαση στο περιεχόμενο

προϊστάμενος

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προϊστάμενος οι προϊστάμενοι
      γενική του προϊστάμενου
& προϊσταμένου
των προϊστάμενων
& προϊσταμένων
    αιτιατική τον προϊστάμενο τους προϊστάμενους
& προϊσταμένους
     κλητική προϊστάμενε προϊστάμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προϊστάμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος προΐσταμαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προϊστάμενος αρσενικό, προϊσταμένη θηλυκό

  • ο ανώτερος υπάλληλος, ο επικεφαλής μιας υπηρεσίας ή τμήματος, αυτός που κατευθύνει το έργο και ελέγχει τους άλλους υπαλλήλους, τους υφισταμένους του
      Οι προϊστάμενοι των Τμημάτων διευθύνουν, εποπτεύουν, ελέγχουν και συντονίζουν τις εργασίες του Τμήματος τους και παρέχουν τις αναγκαίες προς τούτο εντολές και οδηγίες στο προσωπικό (Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων, Αναδιάρθρωση της ΓΓΠΠ, Αναβάθμιση Εθελοντισμού Πολιτικής Προστασίας, Αναδιοργάνωση του Πυροσβεστικού Σώματος και άλλες διατάξεις, Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων, )

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]