προϊστάμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προϊστάμενος οι προϊστάμενοι
      γενική του προϊστάμενου
προϊσταμένου
των προϊστάμενων
προϊσταμένων
    αιτιατική τον προϊστάμενο τους προϊστάμενους
προϊσταμένους
     κλητική προϊστάμενε προϊστάμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προϊστάμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος προΐσταμαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προϊστάμενος αρσενικό, προϊσταμένη θηλυκό

ζήτησα άδεια από τους προϊσταμένους μου στο γραφείο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]