υφιστάμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υφιστάμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος υφίσταμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
υφιστάμενος, θηλυκο υφιστάμενη και υφισταμένη, υφιστάμενο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη υφίσταμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που υφίσταται
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υφιστάμενος | οι | υφιστάμενοι |
γενική | του | υφιστάμενου & υφισταμένου |
των | υφιστάμενων & υφισταμένων |
αιτιατική | τον | υφιστάμενο | τους | υφιστάμενους & υφισταμένους |
κλητική | υφιστάμενε | υφιστάμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υφιστάμενος αρσενικό και υφισταμένη θηλυκό (αδόκιμο στο ουδέτερο)
- ο κατώτερος υπάλληλος, αυτός που παίρνει εντολές και ελέγχεται από τον προϊστάμενό του
- ούτε ο υπουργός ούτε οι υφιστάμενοί του στο υπουργείο γνώριζαν κάτι για το θέμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υφιστάμενος
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)