υφιστάμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υφιστάμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος υφίσταμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
υφιστάμενος, θηλυκο υφιστάμενη και υφισταμένη, υφιστάμενο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη υφίσταμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που υφίσταται
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υφιστάμενος αρσενικό και υφισταμένη θηλυκό (αδόκιμο στο ουδέτερο)
- ο κατώτερος υπάλληλος, αυτός που παίρνει εντολές και ελέγχεται από τον προϊστάμενό του
- ούτε ο υπουργός ούτε οι υφιστάμενοί του στο υπουργείο γνώριζαν κάτι για το θέμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υφιστάμενος