subordinate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
subordinate (en)
- ο υποτακτικός, αυτός που είναι σε κατώτερη μοίρα, ο δούλος
Επίθετο[επεξεργασία]
subordinate (en)
- αυτος που τοποθετείται σε κατώτερη τάξη ή θέση, που ελέγχεται από μια μορφή εξουσίας, εξαρτημένος, υποτελής
- the king and the subordinate knights - ο βασιλιάς και οι υποτελείς ιππότες
- η εξαρτημένη πρόταση, η δευτερεύουσα
- subordinate clause - δευτερεύουσα πρόταση
Ρήμα[επεξεργασία]
subordinate (en)
- υποτάσσω
- (οικονομικά) δίνω ήσσονα προτεραιότητα σε πληρωμές εν όψει χρεωκοπίας