υποτακτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποτακτικός < αρχαία ελληνική ὑποτακτικός < ὑποτάσσω < τάσσω
Επίθετο
[επεξεργασία]υποτακτικός -ή -ό
- που έχει υποταχτεί
- (γλωσσολογία) που έχει σχέση με την υπόταξη ή αναφέρεται σ' αυτή
- υποτακτική σύνδεση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποτακτικός αρσενικό
- (θρησκεία) στην μοναχική γλώσσα, ο ακόλουθος, το πνευματικοπαίδι ενός σε μεγαλύτερη ηλικία και εμπειρία μοναχού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποτακτικός
|