πνευματικοπαίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πνευματικοπαίδι | τα | πνευματικοπαίδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πνευματικοπαίδι | τα | πνευματικοπαίδια |
κλητική | πνευματικοπαίδι | πνευματικοπαίδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πνευματικοπαίδι < πνευματικός + -ο- + παιδί + -ι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πνευματικοπαίδι ουδέτερο
- που έχει ως εξομολόγο του κάποιον ιερέα ή ιερομόναχο πνευματικό, που είναι «πνευματικό» του παιδί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πνευματικοπαίδι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)