boss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
boss bosses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

boss (en)

  1. το αφεντικό
    the workers and their bosses - οι εργάτες και τ' αφεντικά τους
     συνώνυμα: employer
  2. ο προϊστάμενος
    the boss of an office/a department - ο προϊστάμενος γραφείο/τμήματος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leader

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 146. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αφεντικό