chief

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός chief
συγκριτικός chiefer / more chief
υπερθετικός chiefest / most chief

chief (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chief chiefs

chief (en)

  1. ο αρχηγός
    the new chief of the army - ο νέος αρχηγός στρατού
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leader