leader

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
leader leaders

Ετυμολογία [επεξεργασία]

leader < lead + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

leader (en)