head

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
head heads
κεφαλές ανάγνωσης/εγγραφής σε μονάδα σκληρού δίσκου

head (en)

  1. (ανατομία) το κεφάλι
    I hit him on the head.
    Τον χτύπησα στο κεφάλι.
  2. το κεφάλι, ο εγκέφαλος, η πνευματική κατάσταση, η σκέψη
    My head has gone blank.
    Το κεφάλι μου είναι άδειο.
     συνώνυμα: mind
  3. το κεφάλι, μέτρο σύγκρισης ύψους
    He is a head taller.
    Είναι ένα κεφάλι ψηλότερος.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κεφαλή, ο διευθυντής, ο υπεύθυνος μιας ομάδας ατόμων ή μιας οργάνωσης
    the head of the church/the family/the state - η κεφαλή της εκκλησίας/της οικογένειας/του κράτους
    the head of a department/service - ο διευθυντής ενός τμήματος/μιας υπηρεσίας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη boss
  5. το κεφάλι, κάτι στρογγυλό
    the head of a nail/a pin - το κεφάλι ενός καρφιού/μιας καρφίτσας
  6. (μόνο ενικός) το πάνω, το κεφάλι
    at the head of the page - στο πάνω της σελίδας
    at the head of the table - στο κεφάλι του τραπεζιού
     συνώνυμα: top
  7. (υλικό υπολογιστή) η κεφαλή
    a tape recorder head - κεφαλή μαγνητοφώνου
  8. (μόνο πληθυντικός) τα κεφάλια, αριθμός ζώων σε κοπάδια
    fifty head of cattle - πενήντα κεφάλια ζώα
  9. το κεφάλι, ο καθένας, αριθμός ανθρώπων σε συνεστίαση
    The meal will cost you £5 a head.
    Το γεύμα θα σας κοστίσει πέντε λίρες το κεφάλι.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας head
γ΄ ενικό ενεστώτα heads
αόριστος headed
παθητική μετοχή headed
ενεργητική μετοχή heading

head (en)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]