head
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
head | heads |

head (en)
- (ανατομία) το κεφάλι
- ↪ I hit him on the head.
- Τον χτύπησα στο κεφάλι.
- ↪ I hit him on the head.
- το πάνω, το κεφάλι
- το κεφάλι, μέτρο σύγκρισης ύψους
- ↪ He is a head taller.
- Είναι ένα κεφάλι ψηλότερος.
- ↪ He is a head taller.
- (ενικός) το κεφάλι, αριθμός ζώων σε κοπάδια
- ↪ fifty head of cattle - πενήντα κεφάλια ζώα
- το κεφάλι, ο καθένας, αριθμός ανθρώπων σε συνεστίαση
- ↪ The meal will cost you £5 a head.
- Το γεύμα θα σας κοστίσει πέντε λίρες το κεφάλι.
- ↪ The meal will cost you £5 a head.
- το κεφάλι, ο εγκέφαλος, η πνευματική κατάσταση, η σκέψη
- η κεφαλή
- (υλικό υπολογιστή) η κεφαλή
- ↪ a tape recorder head - κεφαλή μαγνητοφώνου
- το κεφάλι, κάτι στρογγυλό
- ↪ the head of a nail/a pin - το κεφάλι ενός καρφιού/μιας καρφίτσας
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | head |
γ΄ ενικό ενεστώτα | heads |
αόριστος | headed |
παθητική μετοχή | headed |
ενεργητική μετοχή | heading |
head (en)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
head στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315, 445-446, 468. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω, κεφαλή, κεφάλι, κορυφή