top
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
top (en)
- η κορυφή
- (ως επίθετο) κορυφαίος
- το σκέπασμα ενός δοχείου, το καπάκι
- τοπ, ρούχο που καλύπτει τον κορμό
- σβούρα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
top (tr)