top
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]top (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
top | tops |
top (en)
- η κορυφή, το πάνω, το υψηλότερο μέρος ή σημείο κάτι
- το καπάκι, το σκέπασμα ενός δοχείου
- τοπ, ρούχο που καλύπτει τον κορμό
- η σβούρα
- ⮡ He spun the top.
- Περίστρεψε την σβούρα.
- ≈ συνώνυμα: spinning top
- ⮡ He spun the top.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | top |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tops |
αόριστος | topped |
παθητική μετοχή | topped |
ενεργητική μετοχή | topping |
top (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- top (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- top (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- top (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315, 468, 606. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω, κορυφή, ξεπερνάω
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]top (tr)