topping
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtɑpɪŋ/ (αμερικανικό)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
topping (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του top
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
topping | toppings |
topping (en)
- (σε φαγητό) επικάλυψη, γαρνιτούρα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- topping στην αγγλική Βικιπαίδεια