on top of

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

on top of < → δείτε τις λέξεις on, top και of

Έκφραση[επεξεργασία]

on top of (en) (ιδιωματισμός)

  1. από πάνω, πάνω σε, που είναι πάνω από κάτι ή κάποιον
    a weight on top of him was lifted - έφυγε ένα βάρος από πάνω του.
    Put it on top of the others.
    Βάλε το πάνω στ' άλλα.
  2. κι από πάνω, έπειτα, επιπροσθέτως
    It was savory, but he put more salt on top of that.
    Ήταν πικάντικο, αλλά εκείνος έβαλε κι άλλο αλάτι από πάνω.
    He borrowed my car, and on top of that, like that wasn’t enough, he asked me to loan him 100 euros!
    Δανείστηκε το αυτοκίνητό μου, κι έπειτα, σα να μην έφτανε αυτό, μου ζήτησε να τον δανείσω 100 ευρώ!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally
  3. έχω υπό τον έλεγχο, ελέγχω την κατάσταση

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]