έπειτα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έπειτα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔπειτα
Επίρρημα
[επεξεργασία]έπειτα
- (χρονικό επίρρημα) ύστερα από κάποια πράξη ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα