ύστερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑστέρα, υστέρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.ste.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ύ‐στε‐ρα
τονικό παρώνυμο: υστέρα

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ύστερα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὕστερον < επίθετο ὕστερος [1]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ύστερα

  1. μετά (από λίγο), έπειτα
  2. επιπλέον

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

ύστερα

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

ύστερα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ύστερα
      γενική των ύστερων
    αιτιατική τα ύστερα
     κλητική ύστερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ύστερα: ουσιαστικοποιημένο επίρρημα ύστερα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ύστερα ουδέτερο στον πληθυντικό

  • τα μετά κυρίως στη φράση
    ⮡  τα ύστερα του κόσμου!συντέλεια του κόσμου)

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
ύστερα: επίθετο ύστερος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ύστερα ουδέτερο

Αναφορές

[επεξεργασία]