später
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
später (de)
- υστερινός (συγκριτικός βαθμός του spät)
- μελλοντικός (σε σχέση με το παρόν)
- επόμενος (σε σχέση με το παρελθόν)
Επίρρημα[επεξεργασία]
später (de)