of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
of (en)
- από
- (μετά από παθητικό ρήμα) για να δηλώνει το ποιητικό αίτιο
- ↪ They thought of giving me a gift.
- Σκέφτηκαν να μου δώσουν ένα δώρο.
- ↪ They thought of giving me a gift.
- (μετά από επίθετο) για να παρουσιάσει το υποκείμενο
- ↪ The street is full of bikes.
- Ο δρόμος είναι γεμάτος ποδήλατα.
- ↪ The street is full of bikes.
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
of (nl)