of

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Πρόθεση[επεξεργασία]

of (en)

  1. από
  2. (μετά από παθητικό ρήμα) για να δηλώνει το ποιητικό αίτιο
    They thought of giving me a gift.
    Σκέφτηκαν να μου δώσουν ένα δώρο.
  3. (μετά από επίθετο) για να παρουσιάσει το υποκείμενο
    The street is full of bikes.
    Ο δρόμος είναι γεμάτος ποδήλατα.



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

of (nl)