μου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- μου < → λείπει η ετυμολογία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
μου
- γενική της προσωπικής αντωνυμίας α' προσώπου (εγώ)
- ↪ Το παιδί μού είπε την αλήθεια.
- κτητική αντωνυμία α' προσώπου
- ↪ Το παιδί μου έχει γενέθλια.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- μου < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μου άκλιτο συνήθως με παρατεταμένο το ου
- (φωνή ζώου) ο ήχος του μουκανητού της αγελάδας
Ετυμολογία 3[επεξεργασία]
- μου < μι με τον φθόγγο [u]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μου άκλιτο