Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγελάδα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγελάδα οι αγελάδες
      γενική της αγελάδας των αγελάδων
    αιτιατική την αγελάδα τις αγελάδες
     κλητική αγελάδα αγελάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια αγελάδα (1)
Ένα κοπάδι αγελάδες (1)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγελάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγελάδα < ελληνιστική κοινή ἀγελάς < ἀγελαία (που ζει σε αγέλη) βοῦς (βόδι)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ʝeˈla.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγελάδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγελάδα θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) μεγαλόσωμο μηρυκαστικό, θηλαστικό, το οποίο που εκτρέφεται κυρίως για το κρέας και το γάλα του, το θηλυκό του βοδιού
     Ο αγρότης άρμεξε την αγελάδα και γέμισε το δοχείο με φρέσκο γάλα.
  2. (μεταφορικά) παχύσαρκη γυναίκα

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • αγελάδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)