αγελάδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγελάδα | οι | αγελάδες |
γενική | της | αγελάδας | των | αγελάδων |
αιτιατική | την | αγελάδα | τις | αγελάδες |
κλητική | αγελάδα | αγελάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγελάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγελάδα < ελληνιστική κοινή ἀγελάς < ἀγελαία (που ζει σε αγέλη) βοῦς (βόδι)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ʝeˈla.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γε‐λά‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγελάδα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) μεγαλόσωμο μηρυκαστικό, θηλαστικό, το οποίο που εκτρέφεται κυρίως για το κρέας και το γάλα του, το θηλυκό του βοδιού
- ⮡ Ο αγρότης άρμεξε την αγελάδα και γέμισε το δοχείο με φρέσκο γάλα.
- (μεταφορικά) παχύσαρκη γυναίκα
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- περίοδος των ισχνών αγελάδων: περίοδος φτώχιας
- περίοδος των παχιών αγελάδων: περίοδος πλούτου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αγελαδάρης και γελαδάρης
- αγελαδινός και γελαδινός
- αγελαδίσιος και γελαδίσιος
- αγελαδίτσα και γελαδίτσα
- Γελαντάλης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζώο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγελάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- αγελάδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)