Μετάβαση στο περιεχόμενο

cow

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cow cows

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cow < μέση αγγλική cou, cu < αγγλοσαξονική cu

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaʊ/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cow (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) αγελάδα
  2. βουβάλα
  3. ελεφαντίνα