ἀγελάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αγελάδα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγελάδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγελάς, (επίθετο θηλυκού γένους (ἀγελάς βοῦς), ως ουσιαστικό από τον 11ο αιώνα.)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀγελάδα θηλυκό

  • (θηλαστικό ζώο) αγελάδα
    ※  16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Γ', στίχ. 397
    Ἄγωμε κι' ἀκλουθῶ σου ...
    καὶ πὼς τὸ θέλεις πλιότερα παρ' ἀπὸ 'μὲ γροικῶ σου.
    Αἶγα καημένη, ἀφήνω σε, γιατ' ηὕρηκ᾽ ἀγελάδα
    ἀντὶς γιὰ 'σένα σήμερο'ς τούτη τὴν ἀγριάδα.
    Texte und Forschungen zur Byzantinisch-neugriechischen Philologie. Ελλάδα: Verlag der Byzantinisch-neugriechischen Jahrbücher, 1940. σελ. 206, στιχ. 395.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]