αυτού
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτού < αρχαία ελληνική αὐτοῦ
Επίρρημα
[επεξεργασία]αυτού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτού
→ δείτε τη λέξη εκεί |
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]αυτού