Μετάβαση στο περιεχόμενο

τος

Από Βικιλεξικό

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

τος

  • αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας αυτός γ΄ προσώπου, αρσενικού γένους, ονομαστικής ενικού. Μόνο σε ορισμένες φράσεις.
      -Πού' ν' 'τος; -Να 'τος.
Προσωπικές αντωνυμίες
Α' πρόσωποΒ' πρόσωποΓ' πρόσωπο
ενικός
Πτώσηαρσενικόθηλυκόουδέτερο
ονομαστικήεγώεσύαυτός & τοςαυτή & τηαυτό & το
γενικήεμένα & (εμού) & μουεσένα & σουαυτού & τουαυτής & τηςαυτού & του
αιτιατικήεμένα & μεεσένα & σεαυτόν & τοναυτή(ν) & τη(ν)αυτό & το
κλητική-εσύ---
πληθυντικός
ονομαστικήεμείςεσείςαυτοί & τοιαυτές & τεςαυτά & τα
γενικήεμάς & μαςεσάς & σαςαυτών & τουςαυτών & τουςαυτών & τους
αιτιατικήεμάς & μαςεσάς & σαςαυτούς & τουςαυτές & τες/τιςαυτά & τα
κλητική-εσείς---