additionally
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- additionally < additional + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]additionally (en) (χωρίς παραθετικά)
- επιπλέον, εξάλλου, επίσης, επιπροσθέτως
- ↪ I don’t like it; additionally, it is too expensive.
- Δε μ' αρέσει, επιπλέον είναι πολύ ακριβό.
- ↪ He gave me advice and, additionally, money.
- Μου ‘δώσε συμβουλές κι επιπλέον και χρήματα.
- ↪ He might not have the money, and additionally, he might not like it.
- Μπορεί να μην έχει τα λεφτά, και εξάλλου, μπορεί να μην του αρέσει.
- ↪ You will need money; additionally, you will also need a passport.
- Θα χρειαστείς χρήματα, επίσης θα χρειαστείς και διαβατήριο.
- ≈ συνώνυμα: also, as well, as well as, besides, further, furthermore, in addition, in addition to, likewise, moreover, on top of, plus και too
- ↪ I don’t like it; additionally, it is too expensive.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 300, 326, 327. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξάλλου, επιπλέον, επίσης