Μετάβαση στο περιεχόμενο

further

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

further (en) (χωρίς παραθετικά)

  • περισσότερος, άλλος, περαιτέρω
    παράδειγμα  for further information - για περισσότερες πληροφορίες
    παράδειγμα  without further ado - χωρίς άλλη συζήτηση
    παράδειγμα  Further investigation revealed a flaw in this theory.
    Περαιτέρω έρευνα αποκάλυψε ένα ελάττωμα σε αυτή τη θεωρία.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

further (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (συγκριτικός βαθμός του far) μακρύτερα, πιο, άλλο, ακόμη, σε μεγαλύτερη φυσική ή χρονική απόσταση
    παράδειγμα  Only 5% of married people live further than their paternal homes.
    Μόνο το 5% των παντρεμένων ζουν μακρύτερα από τις πατρικές εστίες.
    παράδειγμα  further down/further forward/further outside - πιο κάτω/πιο μπροστά/πιο έξω
    παράδειγμα  further behind/further up - πιο πίσω/πιο πάνω
    παράδειγμα  I can’t go any further.
    Δεν μπορώ να προχωρήσω άλλο.
    παράδειγμα  The car doesn’t go back any further.
    Δεν πάει άλλο πίσω το αυτοκίνητο.
    παράδειγμα  Don’t go any further, that’s enough.
    Μην προχωρείς άλλο, αρκετά.
    παράδειγμα  Can you walk a little further?
    Μπορείτε να περπατήσετε λίγο ακόμη.
    παράδειγμα  A little further down you will find the answer.
    Λίγο παρακάτω θα βρεις την απάντηση.
     συνώνυμα: farther
  2. περισσότερο, περαιτέρω, σε μεγαλύτερο βαθμό
    παράδειγμα  In order to even further strengthen his position…
    Για να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τη θέση του…
    παράδειγμα  Go no further into this matter.
    Μην προχωρείς περαιτέρω στο θέμα!
  3. (επίσημο) επιπλέον
    παράδειγμα  I don’t like it; further, it is too expensive.
    Δε μ’αρέσει, επιπλέον είναι πολύ ακριβό.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη additionally

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας further
γ΄ ενικό ενεστώτα furthers
αόριστος furthered
παθητική μετοχή furthered
ενεργητική μετοχή furthering

further (en)

  • (μεταβατικό) εξυπηρετώ, προάγω, βοηθώ κάτι να αναπτυχθεί ή να έχει επιτυχία
    παράδειγμα  He’s furthering his interests.
    Εξυπηρετεί τα συμφέροντά του.
    παράδειγμα  They furthered the cause of peace.
    Προήγαγαν την υπόθεση της ειρήνης.