mind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mind | minds |
mind (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | mind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | minds |
αόριστος | minded |
παθητική μετοχή | minded |
ενεργητική μετοχή | minding |
mind (en)
- (αμετάβατο) με πειράζει, με ενοχλεί, έχω πρόβλημα
- ↪ Do you mind if I kiss you?
- Πειράζει να σε φιλήσω;
- → δείτε την έκφραση do you mind
- ↪ Do you mind if I kiss you?
- (μεταβατικό) κοιτάω, κάνω, ασχολούμαι με
- νοιάζομαι, νοιάζει, κοίτα, ενδιαφέρει κάποιον
- φροντίζω, κοιτάζω, νοιάζομαι, περιποιούμαι με τρυφερότητα
- ↪ Who is minding the baby right now?
- Ποιος φροντίζει τώρα το μωρό;
- ↪ Who will mind the garden while you are away?
- Ποιος θα κοιτάζει τον κήπο όσο λείπεις;
- ↪ Who will mind the kids?
- Ποιος θα νοιαστεί τα παιδιά;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη look after
- ↪ Who is minding the baby right now?
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- mind out
- mind out for something/someone
Πηγές[επεξεργασία]
- mind (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- mind (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458, 589, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω, νοιάζομαι, φροντίζω