mind

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mind minds

mind (en)

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας mind
γ΄ ενικό ενεστώτα minds
αόριστος minded
παθητική μετοχή minded
ενεργητική μετοχή minding

mind (en)

  1. (αμετάβατο) με πειράζει, με ενοχλεί, έχω πρόβλημα
    Do you mind if I kiss you?
    Πειράζει να σε φιλήσω;
    → δείτε την έκφραση do you mind
  2. (μεταβατικό) κοιτάω, κάνω, ασχολούμαι με
  3. νοιάζομαι, νοιάζει
    The only thing she minds is her bird.
    Το μόνο που νοιάζεται είναι το πουλί της.
    This is the only thing that he minds.
    Αυτό είναι το μόνο που τον νοιάζει.
     συνώνυμα: care, concern oneself with