mind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mind | minds |
mind (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | mind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | minds |
αόριστος | minded |
παθητική μετοχή | minded |
ενεργητική μετοχή | minding |
mind (en)
- (αμετάβατο) με πειράζει, με ενοχλεί, έχω πρόβλημα
- ↪ Do you mind if I kiss you?
- Πειράζει να σε φιλήσω;
- → δείτε την έκφραση do you mind
- ↪ Do you mind if I kiss you?
- (μεταβατικό) κοιτάω, κάνω, ασχολούμαι με
- νοιάζομαι, νοιάζει