mind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mind (en)
- το μυαλό, ο νους
- the functional results of a thinking brain
- (με το κατάλληλο συγκείμενο) η λογική σκέψη
επιλογή κατάλληλων προθέσεων[επεξεργασία]
- on one's mind: κάτι με απασχολεί εντόνως
- in one's mind: κάτι απλώς είναι στο μυαλό μου
- What do you have in mind? πχ για βραδινή έξοδο
Ρήμα[επεξεργασία]
mind (en)
- (αμετάβατο) με πειράζει, με ενοχλεί, έχω πρόβλημα
- (μεταβατικό) κοιτάω, κάνω, ασχολούμαι με