mind

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mind minds

mind (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας mind
γ΄ ενικό ενεστώτα minds
αόριστος minded
παθητική μετοχή minded
ενεργητική μετοχή minding

mind (en)

  1. (αμετάβατο) με πειράζει, με ενοχλεί, έχω πρόβλημα
    Do you mind if I kiss you?
    Πειράζει να σε φιλήσω;
    → δείτε την έκφραση do you mind
  2. (μεταβατικό) κοιτάω, κάνω, ασχολούμαι με
  3. νοιάζομαι, νοιάζει, κοίτα, ενδιαφέρει κάποιον
    The only thing she minds is her bird.
    Το μόνο που νοιάζεται είναι το πουλί της.
    This is the only thing that he minds.
    Αυτό είναι το μόνο που τον νοιάζει.
    Mind your business.
    Κοίτα τη δουλειά σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη care
  4. φροντίζω, κοιτάζω, νοιάζομαι, περιποιούμαι με τρυφερότητα
    Who is minding the baby right now?
    Ποιος φροντίζει τώρα το μωρό;
    Who will mind the garden while you are away?
    Ποιος θα κοιτάζει τον κήπο όσο λείπεις;
    Who will mind the kids?
    Ποιος θα νοιαστεί τα παιδιά;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη look after

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

phrasal verbs:

Πηγές[επεξεργασία]