keep in mind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
keep in mind (en)
- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του bear in mind
- ↪ He only keeps his own interests in mind.
- Μόνο το συμφέρον του έχει υπόψη του.
- ↪ He only keeps his own interests in mind.