bear in mind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]bear in mind (en)
- (ιδιωματισμός) έχω υπόψη μου, θυμάμαι ή σκέφτομαι κάτι
- ↪ You should always bear that in mind.
- Αυτό πρέπει να το έχετε πάντα υπόψη σας.
- ≈ συνώνυμα: have in mind
- ↪ You should always bear that in mind.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- bear (idioms): bear/keep somebody/something in mind/bear/keep in mind that… - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 924. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόψη