κοιτάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κοιτάω/κοιτώ, αόρ.: κοίταξα, παθ.φωνή: κοιτιέμαι, π.αόρ.: κοιτάχτηκα, μτχ.π.π.: κοιταγμένος
- άλλη μορφή του κοιτάζω
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοιτάω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κοιτάζω, κοιτάω, κοιτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας