headache
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
headache | headaches |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]headache (en)
- ο πονοκέφαλος
- ⮡ I suffer from headaches - υποφέρω από πονοκέφαλους
- (μεταφορικά) ο πονοκέφαλος
- ⮡ She is a real headache for her parents.
- Είναι πραγματικός πονοκέφαλος για τους γονείς της.
- ⮡ She is a real headache for her parents.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 725. ISBN 9780194325684., λήμμα: πονοκέφαλος