Μετάβαση στο περιεχόμενο

κατευθύνομαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατευθύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος κατευθύνω

κατευθύνομαι

  1. με κατευθύνουν
  2. (με μέση διάθεση) κατευθύνω τον εαυτό μου, προχωρώ προς μια ορισμένη κατεύθυνση
    βρισκόμαστε στη Λάρισα και κατευθυνόμαστε προς τη Θεσσαλονίκη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]