κατευθύνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατευθύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος κατευθύνω
Ρήμα
[επεξεργασία]κατευθύνομαι
- με κατευθύνουν
- (με μέση διάθεση) κατευθύνω τον εαυτό μου, προχωρώ προς μια ορισμένη κατεύθυνση
- βρισκόμαστε στη Λάρισα και κατευθυνόμαστε προς τη Θεσσαλονίκη
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατευθύνομαι | κατευθυνόμουν(α) | θα κατευθύνομαι | να κατευθύνομαι | κατευθυνόμενος | |
β' ενικ. | κατευθύνεσαι | κατευθυνόσουν(α) | θα κατευθύνεσαι | να κατευθύνεσαι | (κατευθύνου) | |
γ' ενικ. | κατευθύνεται | κατευθυνόταν(ε) | θα κατευθύνεται | να κατευθύνεται | ||
α' πληθ. | κατευθυνόμαστε | κατευθυνόμαστε κατευθυνόμασταν |
θα κατευθυνόμαστε | να κατευθυνόμαστε | ||
β' πληθ. | κατευθύνεστε | κατευθυνόσαστε κατευθυνόσασταν |
θα κατευθύνεστε | να κατευθύνεστε | (κατευθύνεστε) | |
γ' πληθ. | κατευθύνονται | κατευθύνονταν κατευθυνόντουσαν |
θα κατευθύνονται | να κατευθύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατευθύνθηκα | θα κατευθυνθώ | να κατευθυνθώ | κατευθυνθεί | ||
β' ενικ. | κατευθύνθηκες | θα κατευθυνθείς | να κατευθυνθείς | κατευθύνσου | ||
γ' ενικ. | κατευθύνθηκε | θα κατευθυνθεί | να κατευθυνθεί | |||
α' πληθ. | κατευθυνθήκαμε | θα κατευθυνθούμε | να κατευθυνθούμε | |||
β' πληθ. | κατευθυνθήκατε | θα κατευθυνθείτε | να κατευθυνθείτε | κατευθυνθείτε | ||
γ' πληθ. | κατευθύνθηκαν κατευθυνθήκαν(ε) |
θα κατευθυνθούν(ε) | να κατευθυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατευθυνθεί | είχα κατευθυνθεί | θα έχω κατευθυνθεί | να έχω κατευθυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις κατευθυνθεί | είχες κατευθυνθεί | θα έχεις κατευθυνθεί | να έχεις κατευθυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατευθυνθεί | είχε κατευθυνθεί | θα έχει κατευθυνθεί | να έχει κατευθυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατευθυνθεί | είχαμε κατευθυνθεί | θα έχουμε κατευθυνθεί | να έχουμε κατευθυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατευθυνθεί | είχατε κατευθυνθεί | θα έχετε κατευθυνθεί | να έχετε κατευθυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατευθυνθεί | είχαν κατευθυνθεί | θα έχουν κατευθυνθεί | να έχουν κατευθυνθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατευθύνομαι
|