director

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
director directors

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

director (en)

  1. (επάγγελμα) ο διευθυντής
    a clinic director - διευθυντής κλινικής
    director of studies - διευθυντής σπουδών
    hospital administrative director - διοικητικός διευθυντής νοσοκομείου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη boss
  2. (επάγγελμα) ο σκηνοθέτης
    This director knows nothing about acting.
    Αυτός ο σκηνοθέτης δεν ξέρει τίποτα για την υποκριτική.

Πηγές[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

director (ro) αρσενικό : director

  1. ο διευθυντής

Κλίση[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

director (ro) : director

  1. διευθύνων