καψαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καψαλίζω < καψάλα + -ίζω

καψαλίζω (παθητική φωνή: καψαλίζομαι)

  • καίω κάτι ελαφρά, επιφανειακά
    καψάλισε το κοτόπουλο πριν το βράσεις, γιατί μπορεί να έχουν απομείνει τρίχες στο δέρμα του

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]