ελαφρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ελαφρά < ελαφρός
Επίρρημα[επεξεργασία]
- με μικρή δύναμη
- χωρίς θόρυβο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ελαφρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ελαφρό