ελαφρά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ελαφρά < ελαφρός
Επίρρημα
[επεξεργασία]- με μικρή δύναμη
- χωρίς θόρυβο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ελαφρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ελαφρό