slightly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | slightly |
συγκριτικός | more slightly |
υπερθετικός | most slightly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
slightly (en)
- ελαφρώς, ελαφρά, λίγο
- ↪ slightly better - ελαφρώς καλύτερος
- ↪ He was slightly injured.
- Τραυματίστηκε ελαφρά.