slightly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός slightly
συγκριτικός more slightly
υπερθετικός most slightly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

slightly < slight + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

slightly (en)

  • ελαφρώς, ελαφρά, λίγο
    slightly better - ελαφρώς καλύτερος
    He was slightly injured.
    Τραυματίστηκε ελαφρά.

Πηγές[επεξεργασία]