Μετάβαση στο περιεχόμενο

slight

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός slight
συγκριτικός slighter
υπερθετικός slightest

slight (en)

  • μικρός
      a slight chance - μια μικρή πιθανότητα
      There’s a slight slope on the roof.
    Έχει μια μικρή κλίση της στέγης.
      He arrogantly refused to make the slightest effort.
    Αρνήθηκε υπεροπτικά να καταβάλει την ελάχιστη προσπάθεια.
      He accepted without the slightest hesitation.
    Δέχτηκε χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη small
ενεστώτας slight
γ΄ ενικό ενεστώτα slights
αόριστος slighted
παθητική μετοχή slighted
ενεργητική μετοχή slighting

slight (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)