[απόρριψη]
slight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | slight |
συγκριτικός | slighter |
υπερθετικός | slightest |
slight (en)
- μικρός
- ⮡ a slight chance - μια μικρή πιθανότητα
- ⮡ There’s a slight slope on the roof.
- Έχει μια μικρή κλίση της στέγης.
- ⮡ He arrogantly refused to make the slightest effort.
- Αρνήθηκε υπεροπτικά να καταβάλει την ελάχιστη προσπάθεια.
- ⮡ He accepted without the slightest hesitation.
- Δέχτηκε χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη small
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | slight |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slights |
αόριστος | slighted |
παθητική μετοχή | slighted |
ενεργητική μετοχή | slighting |
slight (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)
Πηγές
[επεξεργασία]- slight (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- slight (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- slight (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 554. ISBN 9780194325684., λήμμα: μικρός