Μετάβαση στο περιεχόμενο

insult

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
insult insults

insult (en)

  • η βρισιά, η προσβολή, η ύβρις, αγενής λόγος
      I consider what you said to be an insult.
    Αυτό που είπες το θεωρώ βρισιά.
      I don’t tolerate insults.
    Δεν ανέχομαι τις προσβολές.
      That was an insult to my intelligence.
    Αυτό ήταν προσβολή της νοημοσύνης μου.
      He tried to intimidate us with insults and threats.
    Προσπάθησε να μας εκφοβίσει με ύβρεις και απειλές.
ενεστώτας insult
γ΄ ενικό ενεστώτα insults
αόριστος insulted
παθητική μετοχή insulted
ενεργητική μετοχή insulting

insult (en)