Μετάβαση στο περιεχόμενο

προσβάλλω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσβάλλω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾoˈzva.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσβάλλω

προσβάλλω, πρτ.: προσέβαλλα, αόρ.: πρόσβαλα/προσέβαλα, παθ.φωνή: προσβάλλομαι, π.αόρ.: προσβλήθηκα, μτχ.π.π.: προσβεβλημένος

  1. επιτίθεμαι
    • (για ασθένειες ή μικροργανισμούς που τις προκαλούν)
        νέο βακτήριο προσβάλλει τα εσπεριδοειδή
  2. επιτίθεμαι λεκτικά σε κάποιον, τον εξυβρίζω ή τον υποτιμώ ή κάνω κάτι και τον θίγω
      οι χαρακτηρισμοί αυτοί με προσβάλλουν, θίγουν την τιμή και την αξιοπρέπειά μου
  3. αμφισβητώ τη νομιμότητα ή την εγκυρότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις προς και βάλλω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • προσβάλλω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



ζητούμενο λήμμα