προσβάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσβάλλω < αρχαία ελληνική προσβάλλω < πρός + βάλλω
Ρήμα[επεξεργασία]
προσβάλλω, παθ.φωνή: προσβάλλομαι, παθ. μτχ.: προσβεβλημένος
- επιτίθεμαι
- (για ασθένειες ή μικροργανισμούς που τις προκαλούν)
- νέο βακτήριο προσβάλλει τα εσπεριδοειδή
- (για ασθένειες ή μικροργανισμούς που τις προκαλούν)
- επιτίθεμαι λεκτικά σε κάποιον, τον εξυβρίζω ή τον υποτιμώ ή κάνω κάτι και τον θίγω
- οι χαρακτηρισμοί αυτοί με προσβάλλουν, θίγουν την τιμή και την αξιοπρέπειά μου
[επεξεργασία]
- απρόσβλητα
- απρόσβλητος
- δυσκολοπρόσβλητος
- δυσπρόσβλητος
- ευπρόσβλητος
- πρόσβληση
- προσβλητός
- προσβολή
- προσβλητικά
- προσβλητικός
- προσβλητικότητα
- προσβλητικώς
- → δείτε τις λέξεις προς και βάλλω