προσβάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσβάλλω
- (όροι ασθένειας και αμφισβήτησης) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική attaquer
- (όρος λεκτικής επίθεσης) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική offenser[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾoˈzva.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σβάλ‐λω
Ρήμα
[επεξεργασία]προσβάλλω, πρτ.: προσέβαλλα, αόρ.: πρόσβαλα/προσέβαλα, παθ.φωνή: προσβάλλομαι, π.αόρ.: προσβλήθηκα, μτχ.π.π.: προσβεβλημένος
- επιτίθεμαι
- (για ασθένειες ή μικροργανισμούς που τις προκαλούν)
- ↪ νέο βακτήριο προσβάλλει τα εσπεριδοειδή
- (για ασθένειες ή μικροργανισμούς που τις προκαλούν)
- επιτίθεμαι λεκτικά σε κάποιον, τον εξυβρίζω ή τον υποτιμώ ή κάνω κάτι και τον θίγω
- ↪ οι χαρακτηρισμοί αυτοί με προσβάλλουν, θίγουν την τιμή και την αξιοπρέπειά μου
- αμφισβητώ τη νομιμότητα ή την εγκυρότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απόσβαλτος
- απρόσβλητα (επίρρημα)
- απρόσβλητος
- δυσκολοπρόσβλητος
- δυσπρόσβλητος
- ευπρόσβλητος
- προσβεβελημένος
- πρόσβληση
- προσβλητός
- προσβολή
- προσβλητικά (επίρρημα)
- προσβλητικός
- προσβλητικώς (παρωχημένο επίρρημα)
- προσβλητικότητα
→ και δείτε τις λέξεις προς και βάλλω
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσβάλλω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ προσβάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- προσβάλλω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- προσβάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσβάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)