char
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- char < συντομογραφία του character
Συντομομορφή[επεξεργασία]
char (en)
- (πληροφορική, προγραμματισμός) σε πολλές γλώσσες προγραμματισμού χρησιμοποιείται στον ορισμό του τύπου δεδομένων που μπορεί να πάρει μεταβλητή ώστε να αναπαριστάνει ένα χαρακτήρα ή σύμβολο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
char (fr) αρσενικό
- το άρμα (το αρχαίο πολεμικό άρμα, το σημερινό άρμα μάχης, το άρμα του καρναβαλιού
- το τανκ, το ερπυστριοφόρο
- (Καναδάς) το αυτοκίνητο