επιφανειακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιφανειακά < επιφανειακός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
επιφανειακά
- με επιφανειακό τρόπο
- στην επιφάνεια
- (μεταφορικά) από πρώτη άποψη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
με επιφανειακό τρόπο
από πρώτη άποψη
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
επιφανειακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιφανειακό