superficially
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | superficially |
συγκριτικός | more superficially |
υπερθετικός | most superficially |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- superficially < superficial + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
superficially (en)
- επιφανειακά, ακροθιγώς, με τρόπο που δεν είναι σοβαρός ή σημαντικός και είναι χωρίς καμία κατανόηση ή συναίσθημα
- ↪ Topics that are important for science and our lives I will present briefly but not superficially.
- Θέματα που είναι σημαντικά για την επιστήμη και την ζωή μας θα τα παρουσιάσω σύντομα αλλά όχι επιφανειακά.
- ↪ We discussed many topics superficially.
- Ακροθιγώς συζητήσαμε πολλά θέματα.
- ↪ Topics that are important for science and our lives I will present briefly but not superficially.