amo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Εσπεράντο (eo) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amo | amoj |
αιτιατική | amon | amojn |
amo (eo)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ίντο (io) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amo (io)
- η αγάπη
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amo < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *am-a- / *am- (μητέρα) ή *h₂emh₃- (δράττομαι, πιάνω, αρπάζω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
amo (la) (ămo1-amāvi-amātum-amāre)
[επεξεργασία]
- amabilis
- amans
- amanter
- amata
- amatorie
- amatorius
- amator
- amatus
- amica
- amice
- amicitia
- amicula
- amicus
- amor
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (amo, amavi, amatum, amare)
|