amator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amator < amo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

amator (pl) αρσενικό

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amator < λατινική amator

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

amator (pl) αρσενικό

  1. αυτός που αγαπά, του αρέσει κάποιο υλικό αντικείμενο ή μια ιδέα, ο εραστής
  2. ο ερασιτέχνης
     συνώνυμα: dyletant, laik

Συγγενικά[επεξεργασία]