αγαπητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγαπητικός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγαπητικός (στοργικός)[1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɣa.pi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐πη‐τι‐κός

Επίθετο

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαπητικός η αγαπητική το αγαπητικό
      γενική του αγαπητικού της αγαπητικής του αγαπητικού
    αιτιατική τον αγαπητικό την αγαπητική το αγαπητικό
     κλητική αγαπητικέ αγαπητική αγαπητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαπητικοί οι αγαπητικές τα αγαπητικά
      γενική των αγαπητικών των αγαπητικών των αγαπητικών
    αιτιατική τους αγαπητικούς τις αγαπητικές τα αγαπητικά
     κλητική αγαπητικοί αγαπητικές αγαπητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αγαπητικός, -ή, -ό

  • που εμπεριέχει την αγάπη
    ⮡  αγαπητική σχέση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγαπητικός οι αγαπητικοί
      γενική του αγαπητικού των αγαπητικών
    αιτιατική τον αγαπητικό τους αγαπητικούς
     κλητική αγαπητικέ αγαπητικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αγαπητικός αρσενικό (θηλυκό αγαπητικιά)

  1. ο αγαπημένος, αυτός με τον οποίο κάποια έχει σχέση
    ⮡ Ο Γιάννης είναι ο αγαπητικός της Μαρίας και είναι μαζί εδώ και δύο χρόνια.
  2. ο εραστής
  3. (παρωχημένο) αυτός που ζει εκμεταλλευόμενος χρηματικά τις γυναίκες
     συνώνυμα: προαγωγός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αγαπητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αγαπητικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)