Μετάβαση στο περιεχόμενο

lover

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lover lovers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lover < love + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lover (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

lover (fr)