amoureux
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- amoureux < μέση γαλλική amour < παλαιά γαλλική amoreus < δημώδης λατινική amorosus, κατά το amour
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amoureux | amoureux |
θηλυκό | amoureuse | amoureuses |
amoureux (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amoureux | amoureux |
θηλυκό | amoureuse | amoureuses |
amoureux (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- tomber amoureux - ερωτεύομαι