mordu
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mordu, μετοχή του mordre
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mordu | mordus |
θηλυκό | mordue | mordues |
mordu (fr)
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mordu | mordus |
θηλυκό | mordue | mordues |
mordu (fr)
- μανιακός με κάτι, που αγαπά κάτι πάρα πολύ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη mordre
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]mordu (eo)
- προστακτική του ρήματος mordi