amatus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]amatus, -a, -um
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος amo
Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | amatus | amata | amatum | amatī | amatae | amata |
γενική | amatī | amatae | amatī | amatōrum | amatārum | amatōrum |
δοτική | amatō | amatae | amatō | amatīs | amatīs | amatīs |
αιτιατική | amatum | amatam | amatum | amatōs | amatās | amata |
κλητική | amate | amata | amatum | amatī | amatae | amata |
αφαιρετική | amatō | amatā | amatō | amatīs | amatīs | amatīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- amatus, amo - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.