Affe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈafə/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Af‐fe
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Affe (de) (πληθυντικός: die Affen) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο πίθηκος
- (μεταφορικά) ο ανόητος άνθρωπος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- einen Affen (sitzen) haben - είμαι μεθυσμένος
- sich zum Affen machen - γελοιοποιούμαι